- μεγαλοδάπανος
- μεγᾰλο-δάπᾰνος [δᾰ], ον,A munificent,
διάθεσις IGRom.4.1302.27
([place name] Aeolis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάθεσις IGRom.4.1302.27
([place name] Aeolis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοδάπανος — η, ο (ΑM μεγαλοδάπανος, ον) αυτός που κάνει μεγάλες δαπάνες, πολυδάπανος νεοελλ. μσν. αυτός που απαιτεί μεγάλες δαπάνες, δαπανηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δάπανος (< δαπάνη), πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek
μεγαλοδαπάνων — μεγαλοδάπανος munificent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek